συνεπομνυμι

συνεπομνυμι
    συνεπόμνυμι
    συν-επόμνῡμι
    1) давать совместную клятву, вместе клясться
    

(τι Arph.)

    2) одновременно клясться
    

συνεπόμνυμι μέ εἰληφέναι Xen. — в то же время я клянусь, что ничего не получил


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "συνεπομνυμι" в других словарях:

  • συνεπόμνυμι — συνεπόμνῡμι , συνεπόμνυμι swear to in addition pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεπόμνυμι — Α (ενεργ. και μέσ. συνεπόμνυμαι) ορκίζομαι μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπόμνυμι «ορκίζομαι, επιδοκιμάζω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεπομνύμενος — συνεπόμνυμι swear to in addition pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεπόμνυθ' — συνεπόμνῡτι , συνεπόμνυμι swear to in addition pres ind act 3rd sg (doric) συνεπόμνυτε , συνεπόμνυμι swear to in addition pres imperat act 2nd pl συνεπόμνυτε , συνεπόμνυμι swear to in addition pres ind act 2nd pl συνεπόμνυται , συνεπόμνυμι swear …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομνύω — (ΑΜ ὀμνύω, Α και ὄμνυμι) 1. ορκίζομαι, παίρνω όρκο («ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῑν μὴ ὀμόσαι ὅλως», ΚΔ) 2. βεβαιώνω κάτι με όρκο, παρέχω ένορκη διαβεβαίωση («ἐπειδὴ δὲ ὤμοσεν τὴν εἰρήνην ὁ Φίλιππος», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει γίνει προσπάθεια… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»